πετσέτα — η (λ. ιταλ.), προσόψι, το: Καθένας στο τραπέζι έχει την πετσέτα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάπα — και μάππα, η (AM μάππα) νεοελλ. 1. άλλη ονομασία για το κοινό λάχανο, αλλ. κραμπολάχανο 2. ναυτ. η πόρπη 3. δερμάτινη σφαίρα γεμάτη μαλλιά ή άλλη ελαστική ύλη 4. πρόσωπο, φάτσα, μούρη 5. (γεωγραφικός χάρτης που επιπεδογραφεί τα δύο ημισφαίρια ή… … Dictionary of Greek
πετσετένιος — α, ο, Ν [πετσέτα] αυτός που μοιάζει στην υφή με πετσέτα … Dictionary of Greek
ποδεκμαγείον — και ποδεκμάγιον, τὸ, Α κομμάτι υφάσματος για το σκούπισμα τών ποδιών, πετσέτα για τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἐκμαγεῖον «πετσέτα»] … Dictionary of Greek
ποδόμακτρο — το / ποδόμακτρον, ΝΑ μάκτρο, πετσέτα για το σκούπισμα τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + μάκτρον «πετσέτα, χαλί για σκούπισμα»] … Dictionary of Greek
σαβανοφακιάριον — τὸ, Α πανί για το σκούπισμα τού προσώπου, πετσέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάβανον + φακιάριον «πετσέτα για το πρόσωπο»] … Dictionary of Greek
σωματεκμαγείον — τὸ, Α πετσέτα τού λουτρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ἐκμαγεῖον «πετσέτα»] … Dictionary of Greek
τραπεζόμακτρο — το, Ν (λογ. τ.) πετσέτα τραπεζιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζι + μάκτρο(ν) «πετσέτα». Η λ., στον πληθ. τραπεζόμακτρα, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χειρεκμαγείον — τὸ, Α χειρόμακτρο, πετσέτα χεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἐκμαγεῖον «πετσέτα»] … Dictionary of Greek
χειρομάππιον — τὸ, Μ πετσέτα, προσόψιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάππιον (< λατ. mappa «πετσέτα» + κατάλ. ιον)] … Dictionary of Greek